|
η нож (водолаза, матроса) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нож? — νότσικα как с (ново)греческого переводится слово νότσικα? — нож — ανοιγοκλείσιμο — μνημοτεχνική — γουρουνομαντρί — ξεδιψάω — Προμηθεύς — ξαναπαθαίνω — ακόνημα — προϋπόθεται — υδροκεφαλία — άθικτος — θριαμβεύτρια — λουστραρισμένος — ανθυπαστυνόμος — πτερούμαι — νερομάνα — διασπαθιστής — αντιφέρνομαι — καντηλέρι — σχετικότητα — εξουθενίζω — αχαμήλωτος |
|||