|
(-όνος) справедливый (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово справедливый? — δικαιόφρων как с (ново)греческого переводится слово δικαιόφρων? — справедливый — συμβαίνει — σκάρτεμα — καταφατικά — εβραϊκή — ξεκλώθω — παραχρήμα — κοτσύφι — αδυνάμωτος — ένταξη — αλεξικέραονο — κατάσκοπος — μπινιάρικο — ελεφάντειος — διαβάθμιση — εξάποδος — ζόρικος — συρίγγιο — γλυκόκαρδος — δευτερίας — φλακάτορας — απόπατος |
|||