|
дезинфицирующий, обеззараживающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дезинфицирующий? — αντιμολυσματικός как на (ново)греческом будет слово обеззараживающий? — αντιμολυσματικός как с (ново)греческого переводится слово αντιμολυσματικός? — дезинфицирующий, обеззараживающий — στρυχνίνη — βουρκάρι — επίταση — ελληνική — ρυτός — κηπούπολη — εμβελές — πανάλαφρος — ολοταχώς — αντικαθολικός — μερλίνο — προσαρμοστικότητα — χρυσοφορω — ξεστυλώνομαι — απόχρεμψη — χηνάρι — ακέραστος — σχοινοτενής — ερεισίνωτον — ψευδοτρόπιδα — μακαρονοειδής |
|||