|
το (чаще мн.ч. ) 1) отбросы, мусор; объедки; 2) перен. сброд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отбросы? — απομάζωμα как на (ново)греческом будет слово мусор? — απομάζωμα как на (ново)греческом будет слово объедки? — απομάζωμα как на (ново)греческом будет слово сброд? — απομάζωμα как с (ново)греческого переводится слово απομάζωμα? — отбросы, мусор, объедки, сброд — μπομποτάλευρο — αριστοτεχνικός — αγιάζι — αρχικατεργάρης — αυτοκαλλιεργούμαι — διαστομώνω — πυροτέχνημα — αλυτάρωτος — ακατάληκτος — ανθρωπομορφικά — άγημα — μαγνολία — οργιώδης — προσαυξητικός — φιβρίνη — ανασυστήνω — μουκαλιτλίκι — χρηματολαγνεία — σωβρακοφανέλα — υπερπροστατευτικότητα — ερεβίνθινος |
|||