|
торопиться, спешить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торопиться? — κατεπείγομαι как на (ново)греческом будет слово спешить? — κατεπείγομαι как с (ново)греческого переводится слово κατεπείγομαι? — торопиться, спешить — παζάρεμα — περιορίζω — Επτανήσιος — μικροβιοκτόνος — βλαχοκάλυβο — ουραγός — αιρέσιμος — φαγουρίζω — βουλγαρικός — μπιραριέρα — υποδικοκατάδικοι — χαλκόκοττα — αλαφροκαρδιά — γέρακας — πραξικόπημα — αμπαζούρ — αδρανοποιούμαι — κωπίον — μουσακάς — αναλφάβητος — ξαραχνιάζω |
|||