|
мор. 1. кормовой; 2. (τό) ют #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормовой? — πρυμναίος как на (ново)греческом будет слово ют? — πρυμναίος как с (ново)греческого переводится слово πρυμναίος? — кормовой, ют — γαλακτίζομαι — ραδικοζούμι — ξανθιά — παρακμή — κατοπτρική — οδόσημο — ενδοδαπέδιο — οδοιπόρος — άβαπτος — ζωγράφημα — φέρελπις — αλλοιώτικα — ζέγουνας — κλαράκι — οπισθογράφος — παραπλήσιος — κάκωση — εξακριβώνω — άσφαλτος — μεταπλαστός — ρουλεταρτζής |
|||