|
το чертёнок, бесёнок, озорник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чертёнок? — δαιμονόπαιδο как на (ново)греческом будет слово бесёнок? — δαιμονόπαιδο как на (ново)греческом будет слово озорник? — δαιμονόπαιδο как с (ново)греческого переводится слово δαιμονόπαιδο? — чертёнок, бесёнок, озорник — άφοβος — ζυγοσταθμευτής — υπερτιμώμαι — καταπίνω — ωμιαίος — επιστολιμαίος — αποσταθεροποιητικά — ουρλιαχτό — ιδιοτελής — χάσμα — νεόπλασμα — απειράριθμος — τζοβαϊρικά — τριχοφυΐα — νεκροκρέββατο — κάλεσμα — κυμβαλίζω — αναρρίπισις — στατιστικός — ζωεμπορία — πολυψήφιος |
|||