βιβλιοθηκονομία

формы словаβ
βιβλιοθηκονομία
η библиотечное дело



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово библиотечное дело? — βιβλιοθηκονομία
как с (ново)греческого переводится слово βιβλιοθηκονομία? — библиотечное дело


αιγαιοπελαγίτικοςεκτίμησηχρυσόχλωροςβύδραεπιπληκτέοςεναντιοπαθήςχαράτσιλαδάδικοεντολοδότηςψυχισμόςμπούμαανεγκλιμάτιστοςαπρόφταστοςεγκεφαλονωτιαίοςκαταρρέωχόνδρινοςπαγοπωλείοούβασυριακόςδανειολήπτριαενδύω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit