|
η библиотечное дело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово библиотечное дело? — βιβλιοθηκονομία как с (ново)греческого переводится слово βιβλιοθηκονομία? — библиотечное дело — αιγαιοπελαγίτικος — εκτίμηση — χρυσόχλωρος — βύδρα — επιπληκτέος — εναντιοπαθής — χαράτσι — λαδάδικο — εντολοδότης — ψυχισμός — μπούμα — ανεγκλιμάτιστος — απρόφταστος — εγκεφαλονωτιαίος — καταρρέω — χόνδρινος — παγοπωλείο — ούβα — συριακός — δανειολήπτρια — ενδύω |
|||