|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μοναρχικώς? — — ιμπρεσσιονιστής — προαποβίωση — σοδομιστής — αρτοπρατήριον — άγγελμα — ραβαΐσι — ψούνιο — γεωλογία — μελαχροινάδα — προπαρασκευή — αχυράνθρωπος — ξελέπισμα — ραντιστικός — καθαρογράφος — ζαχάρωμα — φθορίζω — απογένομαι — αντικαθρεφτίζω — ανακρίβεια — μακέλεμα — παράλια |
|||