|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βενζινάροτρο? — — ψηλοκρεμαστός — φασιστοειδές — αφροσύνη — θαλασσοφοβία — αριστοτεχνικός — υπεύθυνος — υπνοθεραπευτικός — εκλέπιση — ρεσιτάλ — αψινθέα — διατονικός — κάρβουνο — ποδόλουτρο — παράνομον — αρρίγωτος — ταγγάδα — ξυλογλυφίο — σαχλαμαράκιας — κακορίζικος — επουλώνω — γυρωτικός |
|||