|
ο светило (тж. перен.); светоч; ~ τού πολιτισμού — светоч культуры; === είναι ~ στή δουλιά του — [phrase]он на все руки мастер[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово светило? — φωστήρας как на (ново)греческом будет слово светоч? — φωστήρας как с (ново)греческого переводится слово φωστήρας? — светило, светоч — καματάρισσα — γωνιώδης — συνοδοιπόρος — αυτερωτισμός — στομαχιάζομαι — γανιάζω — πρωτομαγέρισσα — συμπυκνώνω — ιωβηλαίος — κοσμοθεωρία — ξαγριεύω — Εστία — στουπένιος — γενεά — εξορύσσω — ανάστροφος — κυλίνδρωση — αμμωνιτοειδή — καλοθωρώ — φρουτοχυμός — εβδομηκονταετής |
|||