|
хим. щелочной; ~ή αντίδραση — щелочная реакция; γαίες ~ές — щелочные земли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щелочной? — αλκαλικός как с (ново)греческого переводится слово αλκαλικός? — щелочной — νεραϊδόξυλο — μπούστος — αδιασάφιστος — πρηνής — νηστεία — αμετεώριστος — επιβραβευτικός — βαβουλάτα — χωλότητα — αγελαδοτρόφος — τάπιρος — σκάρφί — ληρολογία — δίπατος — βηματίζω — θέρισμα — στράκα — υπερθέρμανση — μέλλων — ανωδομή — αντίρρευμα |
|||