|
η вышивальщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вышивальщица? — ποικίλτρια как с (ново)греческого переводится слово ποικίλτρια? — вышивальщица — μεγαλοκαμωμένος — τελετουργία — πολυανθρωπία — διαλυτικός — νυκτόβιος — ιστοριοκρατία — αποτίλλω — αριθμομάντης — αρμοδιότητα — δεκάλογος — ανέγνωρος — θεατρικός — υπόμισθος — υδρολήπτης — ασυμπέραντος — στοίβασμα — αχρόνιαγος — υπνωτικός — γνάφαλλον — κομματίζομαι — κλινοσανίδα |
|||