ποικίλτρια

формы словаβ
ποικίλτρια
η вышивальщица



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово вышивальщица? — ποικίλτρια
как с (ново)греческого переводится слово ποικίλτρια? — вышивальщица


μεγαλοκαμωμένοςτελετουργίαπολυανθρωπίαδιαλυτικόςνυκτόβιοςιστοριοκρατίααποτίλλωαριθμομάντηςαρμοδιότηταδεκάλογοςανέγνωροςθεατρικόςυπόμισθοςυδρολήπτηςασυμπέραντοςστοίβασμααχρόνιαγοςυπνωτικόςγνάφαλλονκομματίζομαικλινοσανίδα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit