|
το аккомпанемент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аккомпанемент? — άκομπανιαρισμα как с (ново)греческого переводится слово άκομπανιαρισμα? — аккомпанемент — βεδούρα — τζαβέττα — γλυκομιλιά — εργολάβος — χρωμοφωτογραφία — αδιέξοδος — εξεργάζομαν — μισόφωτο — πνευστίαση — εμβρυογονία — παράλογος — πανσλαβικός — αλιοτρίβητος — επιχέομαι — ασταχυολόγητος — διαλάλημα — αβίωτος — δενδρώδης — ξανασήκωμα — συλλαβογραφία — περιρράπτω |
|||