|
το мед. цистоскоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цистоскоп? — κυστεοσκόπιο как с (ново)греческого переводится слово κυστεοσκόπιο? — цистоскоп — μπάλλος — λαχανόζουμο — σουσουράδα — ιστοχώρος — απαιδαγώγητο — επανάληψη — τρίτομος — άποπτος — βαλλόμενος — αγκαθιώνας — αντεπικουρώ — επιτυχημένα — αναγεννητικότητα — ανεμομιλιά — ουτοπήστρια — ζαχαρί — δικός — αντισεισμικά — φεγγαρόφωτος — τακτικός — ψειρόχορτο |
|||