|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνδυαστικά? — — ξενιτειά — τρούφφα — δελέασμα — πλυντήρ — χρεωλυτικώς — αντισεισμικός — γαϊδουροσύνη — ασύδοτα — ενηλικιώνομαι — πατατόσουπα — αμαξωτός — χιούτη — ψιθυριστά — στραπατσάρης — αγαπημένα — αποκρηά — ξυλουργός — λονδρέζικος — αριώνω — συμπτωματολογικός — κασερόπιτα |
|||