|
ο тех. кривошип #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кривошип? — διωστήρας как с (ново)греческого переводится слово διωστήρας? — кривошип — μεταμορφωτικός — θάλπω — πίπτω — συνδετήρας — αποστρογγυλώνω — τέταρτο — εσαεί — μακροχειρία — αυτοκρατορία — ψεύτικος — ημιαυτοματικός — μεγεθυνηκός — εξομπλιάζω — μεθύσκω — μοργανίτης — μουλαρήσιος — τσιγκούνικος — ψυχαναγκασμός — Γάλλος — υδροστάσιο — ανάρριχτος |
|||