|
влечь за собой; εκ τούτου ~εται, ότι... — отсюда следует, из этого вытекает(__,__) что... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влечь за собой? — επάγομαι как с (ново)греческого переводится слово επάγομαι? — влечь за собой — βαλσαμώνω — σάνταλο — εκτυλωτικός — εξαπολύω — διάζωμα — ανδρωνύμιο — τσαχπίνικος — στρωματιά — μουφλουζιά — μασέλλα — καλογεροπαίδι — διακριβωτήρας — περιτονίτη — καλοήθεια — υμενώδης — κόθορνος — φαντασμαγορία — διανυκτερεύω — ραδιοτηλεγραφία — αρμολογία — αρχισυντάκτης |
|||