Новогреческий словарь
περιοδικό
περιοδικό
το
журнал
;
εβδομαδιαίο ~ — еженедельный журнал, еженедельник
;
λογοτεχνικό ~ — литературный журнал
;
τά ~ά — периодика
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
журнал
? —
περιοδικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιοδικό
? — журнал
#
(ново)греческий словарь
—
ανοικτόχρους
—
δέντρο
—
μηλοπεπόνι
—
απονίβομαι
—
μαρτυριάρικο
—
φτυαριά
—
θεραπευτική
—
καταγραφή
—
ένδεια
—
εξέχω
—
επιθεωρητής
—
εναπόθεσις
—
πατριωτικός
—
πλάτεμα
—
καταποτήρας
—
ιατρόσημο
—
οφθαλμιατρείο
—
απαγόρευση
—
καλαθοπλεκτική
—
στηθόπαννο
—
παραλαλάω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве