|
το продажа в розницу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продажа в розницу? — λιανοπούλημα как с (ново)греческого переводится слово λιανοπούλημα? — продажа в розницу — φώναξη — ζατρικίζω — τεκνοκτονία — διαφύλαξη — κλωθογύρισμα — απόρριψη — μισγάγκεια — ενήλικος — σύμπας — εθελότυφλος — ερημοδικώ — Αγγλοσάξωνας — πνίγομαι — δέων — αιματοπυόρροια — συνίζηση — σκούτερ — μπουρεκάκι — ασκαρδαμυκτί — πάχτο — πυροφοβία |
|||