|
η моторная лодка; катер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моторная лодка? — βενζινάκατος как на (ново)греческом будет слово катер? — βενζινάκατος как с (ново)греческого переводится слово βενζινάκατος? — моторная лодка, катер — μαρκαδόρος — αρχοντικο — ταχυβόλο — ελβετικός — εβραίικος — σινάπισμα — αρλουμπατζής — αβαθής — δουλικά — εννεάς — χαλκούργία — καβουρδιστήρι — διώχνω — μαυρ- — γυφτάκος — φαρισαϊσμός — μουγκρητό — επιναθέτω — αντιαεροπορικός — κακόκεφος — λουλουδιάζω |
|||