|
το нагорье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нагорье? — υψίπεδο как с (ново)греческого переводится слово υψίπεδο? — нагорье — αρνόγλωσσο — εκφυγή — διάλειψη — κατατοπισμός — μεγαλοφάνταστος — ανεπίμικτος — διατρίβω — υποστροφή — τουρκέτο — συνοφρύωση — μασάλια — χορικό — αντίποινο — γυναικολόι — γλυκολεϊμονιά — σιταράτος — ανήξευρος — υλικότητα — φυρός — λεύκη — οξύληκτος |
|||