|
(-ιδος) η мед. артериит, артрит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово артериит? — αρτηρίτιδα как на (ново)греческом будет слово артрит? — αρτηρίτιδα как с (ново)греческого переводится слово αρτηρίτιδα? — артериит, артрит — κονιακάκι — σταματώ — τοιχοποιία — δυσπρόσιτος — πιανίσιμο — κακότροπος — ηχητική — υποκίνηση — μακροκατοληξία — ακούρσευτος — ειδωλοποιώ — σιτέλαιο — βραδυπόρος — τετρακινητήριος — έβγα — μπαταλεύω — κουνω — αδικοκρένω — ανσχαίνω — πεταύρωμα — έμμισθος |
|||