|
ржать (о лошади) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ржать? — χιλιμιντράω как с (ново)греческого переводится слово χιλιμιντράω? — ржать — λαρυγγικός — διακόπτω — χέστρα — ανεπροκοπιά — αεριοποιώ — ακριβοπουλώ — χωμάτινος — μνήσκω — φίλα — αποβυζαίνω — εξάμβλωμα — κατάντημα — αυτοκυβέρνητος — πλαστογράφηση — μαγειρείο — εξαγγλίζω — τσίκνωμα — δεμοσιά — βληταγωγός — παρακοιμάμαι — ανδρακλας |
|||