|
уст. вечно, всегда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вечно? — αείποτε как на (ново)греческом будет слово всегда? — αείποτε как с (ново)греческого переводится слово αείποτε? — вечно, всегда — ηθογραφικός — τσακίδια — παραπλανώ — ισοζυγίζω — πρωτογένεια — πρωτεργάτις — παγίδευμα — απροχώρητος — τυφλογενής — λεμφοκύτταρον — μπούκοτάζ — απονίφτω — Χιλή — χοή — πληθυσμογράφος — αναβαπτίζομαι — βρωμισιά — σημαδευμένος — αγκράφα — καφεδάκος — καραγκούναρος |
|||