|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρυφηλά? — — μακαρίζω — ευωδιαστός — αυτοκινούμενος — σιτοφάγος — ανύπνια — αετομάτισσα — κατάβραδα — σκουλλί — αρχειομαρξισμός — βρόντος — διαφυγή — κουφιοκεφαλάκης — συνδέω — ακρόμακρα — αμείλικτος — παμψηφία — σελλοποιείον — δίφθογγος — μεταφύτευμα — καταφατικός — μετασχηματισμός |
|||