τρυφηλά

формы словаβ
τρυφηλά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово τρυφηλά? —


μακαρίζωευωδιαστόςαυτοκινούμενοςσιτοφάγοςανύπνιααετομάτισσακατάβραδασκουλλίαρχειομαρξισμόςβρόντοςδιαφυγήκουφιοκεφαλάκηςσυνδέωακρόμακρααμείλικτοςπαμψηφίασελλοποιείονδίφθογγοςμεταφύτευμακαταφατικόςμετασχηματισμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit