|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαμπόγυαλο? — — αθέλητος — λιλλιπούτειος — σαλαγάω — βιασμός — γαλίφικος — σαγηνευτικός — αυτομαστίγωση — ξωμερίτικος — κομιτατζής — πακεταρισμένος — εκγυμνάζω — περίαπτο — πιθηκοειδής — ειμή — αιμορροφιλικός — συκάμινο — μολυβής — ονοματοθετώ — παλιόρουχο — τάφρος — εργατοκρατία |
|||