|
το текст. уток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уток? — υφάδι как с (ново)греческого переводится слово υφάδι? — уток — βούθουλας — ερανίζομαι — ασέβαστος — καυλιτσέκι — σβαρνάω — μουδιάστρα — βοτάνισμα — αμέστωτος — ολογράφως — ρεπό — ηρώο — βρέγμα — ερίς — τυποτηλεγραφία — πολυομβρία — φλογοσωλήνας — σοκακιάρης — βοστρύχισμα — μυρουδιά — βοστρυχίζω — οικοπεδοφάγος |
|||