|
минералогический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово минералогический? — ορυκτολογικός как с (ново)греческого переводится слово ορυκτολογικός? — минералогический — πιότερο — Αρμάνος — μαγγάνιο — φαρμακευτής — ύφασμα — αγκαθιώνας — ανελικτός — χουζουρλίκι — αποστολιάτικα — απαστράπτων — ρητινίτης — παλιοσκρόφα — αναμπαίχτης — τερματισμός — συναινετικά — πορφυρίτης — εννεάμερα — απολυέμαι — αστράγγιστος — βουτυράς — απλοχέρης |
|||