|
το прям., перен. зенит; στό ~ τής δόξας — в зените славы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зенит? — μεσουράνημα как с (ново)греческого переводится слово μεσουράνημα? — зенит — ανεξάλειπτα — ζωντοχήρα — ασπάραγος — ανακόλληση — ακκίζομαι — διπυρίτης — αλώνισμα — ονειρεύτρια — βιβλιοφιλία — λεβεντάνθρωπος — τυφλοπόντικο — λεμφοκύτταρο — διαμαρτύρομαι — κερματισμός — ποτάσσα — καπάκωμα — ασφαλίτης — κοσμοξακουσμένος — σπαράγγια — χεροβολιάζω — ακαταμέτρητος |
|||