Новогреческий словарь
εκατοστόμετρο
εκατοστόμετρο
το
сантиметр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сантиметр
? —
εκατοστόμετρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκατοστόμετρο
? — сантиметр
#
(ново)греческий словарь
—
μπαμπακένιος
—
απερικάλυπτος
—
ψυχικό
—
έποψις
—
εγωλατρία
—
αμμωνοειδή
—
αντικαταναλωτισμός
—
μάζευμα
—
ανεξάλειπτος
—
ικανός
—
άπτερος
—
απροστάτευτος
—
δονητικός
—
οινοπνευματίαση
—
δενδροκόμος
—
ενενήκοντα
—
αποκοσκινάω
—
αναστατικός
—
ζωογονητικός
—
ενδοκαρδίτις
—
πυγμόμετρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве