Новогреческий словарь
πλειοψηφικός
πλειοψηφικός
относящийся к большинству
;
~ό (εκλογικό) σύστημα — мажоритарная избирательная система
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к большинству
? —
πλειοψηφικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλειοψηφικός
? — относящийся к большинству
#
(ново)греческий словарь
—
ξεκουμπίζω
—
συγκυβερνήτης
—
συρρικνώ
—
αδιάτομος
—
εθνοκτονία
—
γουρσουζεύω
—
ξιπάζομαι
—
αρνήτρια
—
ενθουσιαστικός
—
φούρνόξυλο
—
πρότακτος
—
αποσυνάγωγος
—
σκηνοθετώ
—
νάρκη
—
πυκνώνω
—
ακαταλληλία
—
οργανογενετικός
—
δεκαεξαπλάσιος
—
μπασίδι
—
αυτοθαυμάζομαι
—
τσιμπηματιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,