Новогреческий словарь
γαλιουρίζω
γαλιουρίζω
щуриться, прищуриваться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
щуриться
? —
γαλιουρίζω
как на
(ново)греческом
будет слово
прищуриваться
? —
γαλιουρίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαλιουρίζω
? — щуриться, прищуриваться
#
(ново)греческий словарь
—
εξωμερίτικος
—
μαροκέν
—
αγριότοπος
—
αφεντοχωριάτισσα
—
ασπιδοφόρος
—
χοιρόχορτο
—
κατακόβω
—
υποσχετικός
—
διατρύπησις
—
φελί
—
ταυτώνυμος
—
μπηχτή
—
διαφορετικότητα
—
ζυθόχορτο
—
δεκαήμερος
—
αναπόταμα
—
πηγάδι
—
ξεφλουδίζομαι
—
ξελίγωμα
—
ανακουφίζω
—
καλλιγράφω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве