|
1. хвастливый; 2. (о) хвастун #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хвастливый? — παινεσιάρης как на (ново)греческом будет слово хвастун? — παινεσιάρης как с (ново)греческого переводится слово παινεσιάρης? — хвастливый, хвастун — λόγιασμα — υδροθεραπευτικός — πλατωσιά — ξενοδοχιακός — καγκελλάριος — κρεμαστάρι — περιηγούμαι — αυταπόδειχτος — ρυμουλκούμαι — υπεσχημένα — επουλώνω — σκιοσκοπιο — γενικός — ταινία — πειραματικός — προτιμότερος — παραδοξολόγος — εδαφίζω — κωφότητα — ανισόπεδος — πυροτεχνική |
|||