|
спасательный; ~ σταθμός — спасательная станция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спасательный? — σωστικός как с (ново)греческого переводится слово σωστικός? — спасательный — ακορνιζάριστος — φωτογραφώ — ετερόκερος — καταστενοχωρώ — επανατάσσω — χρυσοποικιλτικός — ανένταλτος — αψιλία — οπτόπλινθος — ανέβα — συστήνομαι — εμβρυοκτονία — εκτρέπομαι — πελότα — ψυχομέτρι — γλυκομεσήμερο — ήλιον — επίκυψη — καμπανέλλα — επίτοκος — στεριώνω |
|||