|
затыкать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово затыкать? — επιστομώ как с (ново)греческого переводится слово επιστομώ? — затыкать — βιοδιασπώμενος — βιλλάνος — υπερθεματιστής — πεντασθενής — αιματολόγος — εποψη — κατάστρωση — ξεραγγιανός — αναβρασμένος — δενδροφύτευση — απερίσπαστος — ηπατορραγία — σαγήνεμα — πυελοκαλυκικός — αξιολογία — αφιλοξένητος — συγκατοχή — γραμματοκομιστής — ναύλο — υπερπροστατευτικός — μπατήρης |
|||