|
το топогр. курвиметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово курвиметр? — καμπυλόμετρο как с (ново)греческого переводится слово καμπυλόμετρο? — курвиметр — προσοσιαλιστικός — αναφτερούγιασμα — τυμπανοκρούστης — βοώδης — κράνειον — πλούμισμα — στείρα — αποδίδων — ώ — ξινίζομαι — ξώρας — λιμενοδείκτης — ανθολογία — καρδιοσωμός — οχεία — κισσοσκεπής — αυτοανάλυση — γαλακτόρροια — αυλητρίς — κοπρανολογία — ντουφέκισμος |
|||