|
драгоценный (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драгоценный? — χιλιάκριβος как с (ново)греческого переводится слово χιλιάκριβος? — драгоценный — κατοπινάρικο — δυστυχάω — πίνος — ζαφειρένιος — πολύχρονος — στραβοκομμένος — μαντήλι — σηκός — βακχικός — βουστάσιο — αστρατολόγητος — μπαστούνι — επιτάχυνση — μελικοκκιά — παρθενιά — απηρχαιωμένος — αγροτικό — αμπελουργώ — βοτανολογάω — βασιλική — υδροδυναμικός |
|||