|
το арапчонок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арапчонок? — αραπόπουλο как с (ново)греческого переводится слово αραπόπουλο? — арапчонок — φαρμακωμένος — κοίλανση — φλεγματικά — ασβεστοκάμινο — ημιλαρχία — γουργούλα — βρασιά — κοφινού — κασσιτερώνω — εκπλήττω — ατλάζι — ξαναφαίνομαι — μπάσκετ-μπώλ — προϊών — γαυρίαμα — μανίτσα — ρωγοβύζι — απαρεγκλίτως — ξενύχιασμα — ζαβάγρα — διαβολή |
|||