|
двояковыпуклый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двояковыпуклый? — αμφίκυρτος как с (ново)греческого переводится слово αμφίκυρτος? — двояковыпуклый — φορολογώ — μήνις — χνουδάτος — μούγγρισμός — χωστός — Τρίτη — απένθητος — βραδυκαής — οντολόγος — απεικασμός — στρέω — ευωδιασμένος — ατράχτι — έναυλος — βιωσιμότητα — γκιοσέμι — διάφορος — στοιχειοχυτήριο — ηλιογραφικός — χορηγικός — περίγελως |
|||