Новогреческий словарь
Πήγασος
Πήγασ|ος
ο миф., поэт.
Пегас
;
ιππεύει τόν Πήγασον — [phrase]он оседлал Пегаса, на него нашло вдохновение [/phrase] (о поэте)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
Пегас
? —
Πήγασος
как с
(ново)греческого
переводится слово
Πήγασος
? — Пегас
#
(ново)греческий словарь
—
αιματόμετρο
—
μαραζιάρικος
—
οδοντόκρεμα
—
καργάρισμα
—
συγκεντρούμαι
—
σομβλητός
—
καθηγητικός
—
μικρογράμματος
—
μιξούδια
—
νερό
—
πολύκλαδος
—
πολύφυλλος
—
επιγραφολόγος
—
γριλλιαστός
—
αφερμάτιση
—
υπενθυμίζω
—
δελέασμός
—
αηδονόφωνος
—
αστεροσκοπείο
—
αξιοτίμητος
—
ζαφειρόπετρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,