Новогреческий словарь
καραϊβικός
καραϊβικός
карибский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
карибский
? —
καραϊβικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καραϊβικός
? — карибский
#
(ново)греческий словарь
—
διογκωτικός
—
πρόσφατα
—
φερέοικος
—
αμαυροφανής
—
κυμβαλιστής
—
ξεδίπλωτος
—
άστυ
—
περικόχλιο
—
εξηκοντάκις
—
ανάρρους
—
τρίφυλλος
—
δούκισσα
—
πηγαινοερχομός
—
χειρόβολο
—
δεκάχρονα
—
κουνίστρα
—
αλτήρας
—
χρεοκοπία
—
δικατάληκτος
—
αστεράκι
—
εξακτινώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,