|
градостроительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово градостроительный? — πολεοδομικός как с (ново)греческого переводится слово πολεοδομικός? — градостроительный — εξαρχής — ανασκαφή — ανεμιστήρας — φυλάκιση — αποσχίζομαι — ρεκλαμάρισμα — νεκρότητα — εξυάλωση — λεμφατικός — υπογραμμός — υπνογόνος — νηφάλια — ευκατέργαστος — μαυροφρύδα — τουρκολόι — χαμόκλαδο — αναγερτά — μονοπολικός — λεβέντης — τρυπάνισμα — διηγηματογραφία |
|||