Новогреческий словарь
οξόνη
οξόνη
η хим.
ацетон
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ацетон
? —
οξόνη
как с
(ново)греческого
переводится слово
οξόνη
? — ацетон
#
(ново)греческий словарь
—
πορνεύω
—
χέσιμο
—
μοναχικότητα
—
προβοδίζω
—
λοιδορία
—
νοτιοδυτικώς
—
σβελτάδα
—
Μαγιάπριλο
—
έκπλους
—
ετοιμολογία
—
χατίρι
—
Τσεχοσλοβάκα
—
λαμπικάρω
—
αντίπους
—
πτυχιούχος
—
κόλλαβος
—
σοσιαλισμός
—
κόφα
—
μουλαρόδρομος
—
ρεκόρ
—
τρίχαπτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,