Новогреческий словарь
χαϊδιάρα
χαϊδιάρα
η
баловень; неженка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
баловень
? —
χαϊδιάρα
как на
(ново)греческом
будет слово
неженка
? —
χαϊδιάρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
χαϊδιάρα
? — баловень, неженка
#
(ново)греческий словарь
—
αυτούθε
—
νομαρχώ
—
ραδιοηλεκτρικός
—
πινέλλο
—
δικαιολογία
—
δεδομένος
—
ψίχουλο
—
προφυλάσσομαι
—
αναγελαστικός
—
ακροαματικότητα
—
οικουμενικότητα
—
ακαταληψία
—
Γρανάδα
—
ασφουγγάριστος
—
κυματοθραύστης
—
βιβλιόσημο
—
αντιεπιστημονικός
—
αχειροτόνητος
—
υποθήκευση
—
αναπληρωματικός
—
χειροσκοπία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве