|
дряблый (о коже и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дряблый? — αραιόσαρκος как с (ново)греческого переводится слово αραιόσαρκος? — дряблый — προσκόπτω — ορυχείο — εμποριολογία — στύππινος — αντικρύ — εκδίδομαι — συρμοτοποιός — πεισμώνομαι — αμελέτητα — ξεκάθαρα — σατινάρω — Ανθή — κάρπα — χασμουρούμαι — εις — εικονοκλασία — προσωκρατικός — ρώ — αναπηδώ — σκουριασμένος — ρωπικός |
|||