Новогреческий словарь
μοναδιαίος
μοναδιαίος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοναδιαίος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
Ιταλός
—
εξέλασις
—
μετρίως
—
κουζινέττο
—
κόκ
—
αποτρίβομαι
—
αριστοκρατικός
—
επιφανειούχος
—
φαγωμός
—
σύνδεση
—
απορηματικός
—
σμεουρδιά
—
νευροπαθολογικός
—
συριγματώδης
—
διαχέομαι
—
διώνυμο
—
εξάρτυση
—
μήλειος
—
ευδιάβατος
—
αθωνίτικος
—
έλαιον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,