Новогреческий словарь
πιπέρι
πιπέρι
το
перец
;
===
οποίος έχει πολύ ~ βάζει καί στα λάχανα — посл. [phrase]он не знает куда деньги девать; кто богат, тот и тароват[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
перец
? —
πιπέρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
πιπέρι
? — перец
#
(ново)греческий словарь
—
πιανιστικός
—
μεσόστρατο
—
πρωτογένεια
—
δαιμονιακό
—
αμπάριζα
—
απαρηγόρητος
—
ξεβοτανίζω
—
λαγκάδι
—
διπληγία
—
μαστοριά
—
ατενίζω
—
ναυτολογία
—
φτειαγμένος
—
ανίατος
—
αποδημώ
—
σκότισμα
—
κουφάρι
—
αφυπνίζω
—
συγκατάβαση
—
σύμπτυξη
—
φάκελο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве