|
το астигмометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово астигмометр? — αστιγμόμετρο как с (ново)греческого переводится слово αστιγμόμετρο? — астигмометр — γαμπάρα — καταναλώνω — υποφρούραρχος — ξινίζομαι — ακακοπάθητος — κατακοκκινίζω — πρύμος — δευτερίά — ανασύνταξη — ετερόφωτος — απεικονίζομαι — χύνω — τριποδισμός — ανοηταίνω — αργοκέρι — νικελίνης — παρηγορίητής — κακκαρώνω — κρεατώδης — σαρκοφάγος — απλούστευση |
|||