Новогреческий словарь
σχοινοβατικός
σχοινοβατικός
относящийся к канатоходцу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к канатоходцу
? —
σχοινοβατικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σχοινοβατικός
? — относящийся к канатоходцу
#
(ново)греческий словарь
—
αλευρούχος
—
αλεξήνεμον
—
αβιασιά
—
σαϊτεύω
—
ερημοδικώ
—
χουζουρλής
—
σφραγιδόκηρος
—
κοινωνός
—
υπολείπομαι
—
αμπάρωτος
—
φιαλοθήκη
—
σιωπηρά
—
ξενιτειά
—
βασιβουζουκισμός
—
νηκτικά
—
βολιστήρας
—
βιοποριστικά
—
σπερματαγωγός
—
βυρσοδεψώ
—
μητέρα
—
χιονόμετρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,